κατράμι

κατράμι
Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία προσδίδει στο κ. το σκούρο χρώμα του. Η σύσταση του κ. ποικίλλει και εξαρτάται από τις ύλες από τις οποίες προέρχεται. Εξάγεται από λιθάνθρακες (οι οποίοι παρέχουν την καλύτερη ποιότητα κ.), από τους πισσώδεις λιγνίτες, από ξύλο, από τα αέρια των υψικαμίνων και από τα οστά, τα οποία δίνουν με ξηρή απόσταξη ένα κ. γνωστό ως ζωικό λάδι του Ντιπέλ. Το κ. είναι ένα φυσικό μείγμα σημαντικό τόσο για τις ουσίες (συστατικά) του όσο και για τα διάφορα προϊόντα που μπορούν να εξαχθούν από αυτό. Η βιομηχανική εκμετάλλευσή του είναι πρόσφατη (αν και άρχισε από το 1845 με την απομόνωση του βενζολίου) και συνδέεται με την πρόοδο της οργανικής χημείας κατά τον περασμένο αιώνα. Στις αρχές του 19ου αι. η κατεργασία του κ. απέβλεπε μόνο στην εξαγωγή της πίσσας, σήμερα όμως η βιομηχανία χρησιμοποιεί όλες τις ενώσεις που περιέχονται σε αυτό και, αμέσως ή εμμέσως, παρασκευάζει από αυτό αντιπαρασιτικά, βενζίνες, λιπαντικά έλαια, παραφίνη, βαζελίνη, φάρμακα, χρώματα, εκρηκτικά και πίσσα. Για να παραληφθούν τα προϊόντα αυτά, το κ. υποβάλλεται σε απόσταξη σε διάφορες θερμοκρασίες και με διάφορες μεθόδους, όμοιες με αυτές που εφαρμόζονται στην κατεργασία του πετρελαίου. Στην ακατέργαστη μορφή του το κ. χρησιμοποιείται για αδιάβροχες επικαλύψεις ή στεγανοποιήσεις, για την ισοπέδωση των δρόμων, ως καύσιμο κλπ. Η κυριότερη όμως χρήση του συνδέεται με τα προϊόντα που παραλαμβάνονται από τον καθαρισμό των συστατικών του. Οι κυριότερες παραγωγοί χώρες κ. στον κόσμο είναι οι ΗΠΑ και ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία. Εγκαταστάσεις απόσταξης κατραμιού.
* * *
και κατράνι, το
ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ξύλων από ρητινοφόρα δένδρα, αλλ. κεδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. catrame].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατράμι — το (λ. ιταλ.), πίσσα: Ρίξανε κατράμι στο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παλαιό Κατράμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας …   Dictionary of Greek

  • κατραμίζω — [κατράμι] επαλείφω με κατράμι, κατραμώνω …   Dictionary of Greek

  • κατραμώνω — [κατράμι] αλείφω με κατράμι, πισσώνω («κατράμωσε το καράβι για να μη σαπίσει») …   Dictionary of Greek

  • κατράνι — το κατράμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι] …   Dictionary of Greek

  • κατραμάς — και κατρανάς, ο [κατράμι] αυτός που κατασκευάζει και πουλά κατράμι για την επάλειψη πλοίων, τροχοφόρων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ακατράμωτος — η, ο [κατραμώνω] αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα …   Dictionary of Greek

  • κατράμωμα — και κατράνωμα, το [κατραμώνω] επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι …   Dictionary of Greek

  • κατραμόπανο — το ύφασμα αλειμμένο με κατράμι που χρησιμοποιείται ως αδιάβροχο επικάλυμμα …   Dictionary of Greek

  • κατραμόχαρτο — το χοντρό αδιάβροχο χαρτί αλειμμένο με κατράμι, πισσόχαρτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”